- δικηγορώ
- δικηγόρησα, ασκώ το επάγγελμα του δικηγόρου: Δικηγορεί εδώ και είκοσι χρόνια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δικηγορώ — δικηγορώ, δικηγόρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δικηγορώ — (Μ δικηγορῶ, έω) [δικηγόρος] νεοελλ. 1. ασκώ το επάγγελμα τού δικηγόρου 2. μιλάω με ευφράδεια και ύφος δικηγόρου μσν. εμφανίζομαι ως συνήγορος σε δίκη … Dictionary of Greek
δικηγόρῳ — δικήγορος advocate masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)